- καταπατάω
- καταπατάω / καταπατώ (παρατατ. συνήθως -ούσα), καταπάτησα βλ. πίν. 58——————Σημειώσεις:καταπατάω : η κλίση σε -άω χαρακτηρίζει μη επίσημο ύφος λόγου.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
καταπατώ — καταπατώ, καταπάτησα βλ. πίν. 73 και πρβλ. καταπατάω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καταπατώ — και καταπατάω καταπάτησα, καταπατήθηκα, καταπατημένος 1. πατώ κάτι ή κάποιον με τα πόδια, ποδοπατώ, τσαλαπατώ: Όταν είδαν την πυρκαγιά, όλοι έσπευσαν έξω, και πολλά άτομα καταπατήθηκαν. 2. παραβαίνω, ακυρώνω: Τον καταπάτησε το νόμο. 3.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)